- εισαναγκάζω
- εἰσαναγκάζω (Α)1. αναγκάζω κάτι να μπει μέσα σε κάτι άλλο2. αναγκάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰσαναγκάζειν — εἰσαναγκάζω force pres inf act (attic epic) εἰσαναγκάζω force pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσανάγκασον — εἰσαναγκάζω force aor imperat act 2nd sg εἰσαναγκάζω force aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσαναγκάζει — εἰσαναγκάζω force pres ind mp 2nd sg εἰσαναγκάζω force pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσαναγκάζειν — εἰσαναγκάζω force pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσαναγκάζεσθαι — εἰσαναγκάζω force pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκάζω — (Α ἀναγκάζω) 1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία 2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τόν στενοχωρώ, τόν φέρνω σε δύσκολη θέση αρχ. ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι… … Dictionary of Greek
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek